αλτινίζω
(ρ.)
Αόρ.
'λτίνσα
[ˈltinsa]
Φάρασ.
Από το επίθ. αληθινός, όπου και τύπ. αλτινός, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Κοκκινίζω
Συνών.
αλτινιάζω, γιζιλαντίζω