αλντουρντίζω
(ρ.)
αλτουρντίζου
[alturˈdizu]
Μισθ., Φάρασ.
αλτουρτίζω
[alturˈtizo]
Σινασσ.
αλτουρντάω
[alturˈdao]
Αφσάρ., Φάρασ.
αλντουρντώ
[aldurˈdo]
Μισθ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ρ. aldırmak (αόρ. aldırdı) = επιτρέπω σε κάποιον να πάρει, όπου και διαλεκτ. τύπ. aldurmak, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Χάνω, μου αρπάζουν
ό.π.τ.
:
Αλντούρτ'σα ντα παράϊα μ’
(Έχασα τα χρήματά μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γράψε με αψούτσ̑ικα να σε το σεμαδέψωμ' κιόλας να μη το αλτουρντίσωμε 'ς άλλους
(Γράψε μου γρήγορα να σου την αρραβωνιάσουμε κιόλας, να μην την χάσουμε σε άλλους, ενν. την υποψήφια νύφη)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Για να μη το αλτουρτίσω το κορίτσι σ' ευτύς πήγα την Πέφτ' κι έρριψα ένα φλωρί
(Για να μην το χάσω το κορίτσι σου, αμέσως πήγα την Πέμπτη και έδωσα εγγύηση ένα φλουρί)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Πβ.
χάνω