ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλμίζω (ρ.) 'λμίζω [ˈlmizo] Φάρασ. Αόρ. έλμισα [ˈelmisa] Φάρασ. Από το μεσν. ρ. ἁλμίζω = αλατίζω, το οπ. από το μεταγν. ρ. ἁλμίζομαι.
Αλατίζω : || Παροιμ. Μαναχός του έψησ', έλμισε, μαναχός του έφαε (Μοναχός του έψησε, αλάτισε, μοναχός του έφαγε˙ για εκείνους που τα κανονίζουν όλα όπως θέλουν χωρίς να υπολογίσουν την γνώμη των άλλων) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. τουζλατίζω