αλμίζω
(ρ.)
'λμίζω
[ˈlmizo]
Φάρασ.
Αόρ.
έλμισα
[ˈelmisa]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. ἁλμίζω = αλατίζω, το οπ. από το μεταγν. ρ. ἁλμίζομαι.
Αλατίζω
:
|| Παροιμ.
Μαναχός του έψησ', έλμισε, μαναχός του έφαε
(Μοναχός του έψησε, αλάτισε, μοναχός του έφαγε˙ για εκείνους που τα κανονίζουν όλα όπως θέλουν χωρίς να υπολογίσουν την γνώμη των άλλων)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
τουζλατίζω