αλνταντώ
(ρ.)
αλντανdού
[aldanˈdu]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ρ. aldanmak (αόρ. aldandı) = α) εξαπατώμαι, ξεγελιέμαι β) σφάλλω.
Ξεγελιέμαι, απατώμαι
ό.π.τ.