ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άλμεγμα (ουσ. ουδ.) άλμεγμα [ˈalmeɣma] Αραβαν., Φλογ. άρμεγμα [ˈarmeɣma] Μισθ. Από το ρ. αλμέγω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Άρμεγμα ό.π.τ. : Χτσ̮̑ού το άλμεγμα ζορ’ 'ναι (Το άρμεγμα της αγελάδας είναι δύσκολο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Nτα πρόβαδα κρεύ'νι άρμεγμα για (Τα πρόβατα θέλουν άρμεγμα ντε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ