άλμεγμα
(ουσ. ουδ.)
άλμεγμα
[ˈalmeɣma]
Αραβαν., Φλογ.
άρμεγμα
[ˈarmeɣma]
Μισθ.
Από το ρ. αλμέγω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Άρμεγμα
ό.π.τ.
:
Χτσ̮̑ού το άλμεγμα ζορ’ 'ναι
(Το άρμεγμα της αγελάδας είναι δύσκολο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Nτα πρόβαδα κρεύ'νι άρμεγμα για
(Τα πρόβατα θέλουν άρμεγμα ντε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ