ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλλαγνιά (επίρρ.) αλλαγινές [alaʝiˈnes] Σινασσ. αλλαγάς [alaˈɣas] Φερτάκ. αλλαγνιάς [alaɣˈɲas] Σινασσ., Φάρασ. αλλαγ̇ιμιά [alaɣiˈmɲa] Αραβαν., Ποτάμ., Φλογ. αλλαγιμιάς [allaʝiˈmɲas] Σινασσ. αλλαγ’μιάς [alaʝˈmɲas] Ανακ., Σινασσ. αλλαγμιά [alaɣˈmɲa] Φλογ. αλλαμιά [alaˈmɲa] Τελμ. αλλιμιάς [aliˈmɲas] Ουλαγ., Σίλατ. Από το επίθ. άλλος και το χρον. επίρρ. γνες, όπου και παγιωμένη φρ. αγνές = μία φορά. Η τροπή -νιά- παρετυμολ. προς το αρθμτ. μία, όπου και τύπ. μια [mɲa]. Παρομοίως, οι τύπ. σε -μια(ς) παρετυμολ. προς τύπ. του αριθμητ. μία (βλ. λ. ένας μία ένα). Εσφαλμένη η ανάλυση ως άλλη + μία (Dawkins 1916: 583 και ΙΛΝΕ, λ. ἄλλαγας)· η λ. ήδη μεσν., άπαξ στο Μαχ. 256.10 «ἀλαμᾶς νὰ σᾶς ἀγρωνίσουν οἱ παρχατώτεροι ἀνθρῶποι» (Dawkins 1921: 45, Λεξ. Κριαρ., λ. αλλαμάς).
Άλλη μία φορά, ξανά ό.π.τ. : Αλλαγνιάς δεν το θιάνω (Άλλη φορά δεν το κάνω) Σινασσ. -Αρχέλ. Αν δε σε γενεί κόπος, διέβασ' το άλλαγιμιάς (Αν δεν σου κάνει κόπο, διάβασέ το άλλη μιά φορά) Σινασσ. -Τακαδόπ. Σών' άλλο· έν'νε ον ετό ταρός το κουπάνιζες, μάρε το καλά, αλλαγ̇ιμιά ντέ να μπορέεις να ντο κουπανίεις (Φτάνει πια· τόσον καιρό το έδερνες, μάθε το καλά, άλλη φορά δεν θα μπορέσεις να το δείρεις) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Εσ̑ύ αν έκαψες το κ͑αbούγου μ', κι εγώ αλλιμιάς να μη φανεθώ 'ς εσένα (Αν έκαψες το δέρμα μου, δεν θα ξαναπαρουσιαστώ μπροστά σου άλλη μιά φορά) Σίλατ. -Dawk. Πήγεν να το φορώσ̑' αλλαμιά (Πήγε να τα φορέσει άλλη μιά φορά) Τελμ. -Dawk. «Ας το σαλντήσουμε αλλαγμιά»· κι ετό σάλσανε αλλαγμιά («Ας το αφήσουμε να πετάξει ακόμα μιά φορά· και το άφησαν να πετάξει άλλη μιά φορά) Φλογ. -Dawk. Φάισε με κι αλλιμιάς (Χτύπα με κι άλλη μιά φορά) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. γνες, μπιλέ, πάλι