ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλλάγι (ουσ. ουδ.) αλλάγι [aˈlaʝi] Ανακ. αλλάι [aˈlai] Αραβαν., Σινασσ., Φλογ. αλέ [aˈle] Ουλαγ. Από το μεσν. ουσ. ἀλλάγιον = στρατιωτική μονάδα. Ο τύπ. αλλά νεότ. Η λ. εισήχθη στην τουρκ. ως alay = α) στρατιωτική ομάδα β) παρέλαση γ) εορταστική πομπή δ) διαλεκτ. σημ., ψίκι ε) διαλεκτ. σημ., όλοι μαζί στ) κοροϊδία· επανήλθε ως αντιδάν. Βλ. ΙΛΝΕ λ. ἀλλάι, Dawkins (1921: 44), Symeonidis (1973: 171-172). Ο τύπ. αλλά νεότ. (Mackridge 2021: 69). Ο τύπ. αλέ από τον τουρκ. διαλεκτ. τύπ. aley.
1. Στρατιωτική ακολουθία Ανακ. : || Ασμ. Κι ως τ’ άκουσε κι ο Βασιλιάς πολύ τονε βαριώθη
«Ας σωρευτεί τ’ αλλάγε μου κι όλο προαλλαγιά μου
Όποιος τρώγει το αίμα μου στον Πορφυλή να πάει»
((Όταν το άκουσε ο Βασιλιάς, θύμωσε πολύ «Να μαζευτεί η φρουρά μου και όλη η ακολουθία μου
Όποιος τρώει από εμένα να πάει στον Πορφύρη»))
Ανακ. -ΚΜΣ-Τραγ.
Πβ. ασκέρι
2. Γαμήλια πομπή, ψίκι Σινασσ., Φλογ. : Αλλαγιού νορταλι̂́γα είχαν και τεφ' με τσαλqι̂́δια (Στην μέση της πομπής είχαν και ντέφι με μουσικά όργανα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
3. Είδος ανδρικού ομαδικού κυκλικού χορού Φλογ. : Τα άντρες ήφτισ̑καν το νισ̑κιά, ερχούταν, πιάνισ̑καν αλλάι (Οι άντρες άναβαν την φωτιά, έρχονταν, έπιαναν χορό) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Τα χερίφ' σωροβούταν παιδιού θυραμιό και πιάνισ̑καν αλλάι (Οι άντρες μαζεύονταν μπροστά στην πόρτα του γαμπρού και έπιαναν χορό) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
4. Ως επίρρ., στην σειρά Αραβαν., Ουλαγ. : Άλε τα ντέβια πήγιαν πίσω (Οι δαίμονες σε σειρά πήγαν πίσω) Ουλαγ. -Dawk. || Φρ. Πήρε με σο αλλάι (Με πήρε στο αλλάγι˙ με έπιασε στην κοροϊδία) Αραβαν. Συνών. σιραλάγι
5. Ως επίρρ., όλοι μαζί Σινασσ. : Αλλάγια-αλλάγια (Όλοι μαζί) Σινασσ. -Βλασ.
6. Ως επίρρ., λογιών λογιών Φλογ. : Αλλάι αλλάγι τσοχάδια (Τσόχινα υφάσματα διαφόρων ειδών) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ191 Αλλάγια-μαλάγια (Φύρδην μίγδην) Σινασσ. -Βλασ.
7. Προσκολλημένο σε επιρρ. τόπου, δηλώνει κατεύθυνση προς Μισθ.