αλισχούνι
(επίθ.)
αλισ̑χούνι
[aliˈʃxuni]
Φάρασ.
αλϋσ̑χΰν'
[alyˈʃxyn]
Μισθ.
Πληθ.
αλισ̑χούνε
[aliˈʃxune]
Φάρασ.
αλισ̑χούνα
[aliˈʃxuna]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. επίθ. alışkın = συνηθισμένος σε κάτι.
Μαθημένος, αυτός που έχει συνηθίσει κάτι
ό.π.τ.