αλιμόπα
(ουσ.)
αλιμόπα
[aliˈmopa]
Μισθ.
αλιμο̈́πα̈
[aliˈmøpæ]
Μισθ.
Αγν. ετύμ. Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. elöpen = σαύρα. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. alimana = είδος μεγάλης πράσινης σαύρας.
Είδος σαύρας με μακριά ουρά
Πβ.
κερτισένι, μαραμουδιά, τζεμρές, χωλοσαύρα