ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλιμουδιάζω (ρ.) αλιμουδιάζω [alimuˈðʝazo] Σινασσ. αλιμιδιάζω [alimiˈðʝazo] Σινασσ. Από το ουσ. αλιμουδιά και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Mουχλιάζω : Ο τοίχος αλιμουδιάσε (O τοίχος μούχλιασε) Σινασσ. -ΙΛΝΕ Συνών. κιουφλεντίζω
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024