αλιμουδιάζω
(ρ.)
αλιμουδιάζω
[alimuˈðʝazo]
Σινασσ.
αλιμιδιάζω
[alimiˈðʝazo]
Σινασσ.
Από το ουσ. αλιμουδιά και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.