κιουφλεντίζω
(ρ.)
κιουφλανdίζου
[cuflanˈdizu]
Μισθ.
κ͑ουφλενdίζω
[kʰuflenˈdizo]
Μαλακ., Φάρασ.
κ͑ουφλα̈νdίζω
[kʰuflænˈdizo]
Αφσάρ.
κουφλενdώ
[kuflenˈdo]
Φλογ.
Αόρ.
κουφλένd'σα
[kuˈflendsa]
Μαλακ., Φάρασ.
Μτχ.
κ͑ουφλανdζ̑ημένους
[kʰuflandʒiˈmenus]
Σίλ.
κουφλεντημένου
[kuflendiˈmenu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. küflenmek = μουχλιάζω.