ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιουρελεντίζω (ρ.) κϋρελεdίζω [cyrelenˈdizo] Αραβαν. κιουριουλαΐζου [curʝulaˈizu] Μισθ. κ͑ουρελεdίζω [kʰureleˈdizo] Αξ. Από το τουρκ. ρ. kürelemek = α) φτυαρίζω β) διαλεκτ., σπρώχνω γ) διαλεκτ., πετώ, λιθοβολώ (THADS, λ. kürelemek).
1. Φτυαρίζω ό.π.τ. : Κιουριουλάδα λίου πραμάτ’ ντα κόπρια (Φτυάρισε λίγο τις κοπριές των ζώων) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Χυμώ, επιτίθεμαι Αξ.