κιουρελεντίζω
(ρ.)
κϋρελεdίζω
[cyrelenˈdizo]
Αραβαν.
κιουριουλαΐζου
[curʝulaˈizu]
Μισθ.
κ͑ουρελεdίζω
[kʰureleˈdizo]
Αξ.
Από το τουρκ. ρ. kürelemek = α) φτυαρίζω β) διαλεκτ., σπρώχνω γ) διαλεκτ., πετώ, λιθοβολώ (THADS, λ. kürelemek).
1. Φτυαρίζω
ό.π.τ.
:
Κιουριουλάδα λίου πραμάτ’ ντα κόπρια
(Φτυάρισε λίγο τις κοπριές των ζώων)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Χυμώ, επιτίθεμαι
Αξ.