κιοτουλάντημα
(ουσ. ουδ.)
κιοτουλάντημα
[cotuˈladima]
Μισθ.
Από το αορ. θ. του ρ. κιοτουλαντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Αδυναμία (κατάσταση υγείας)
2. Αδυνάτισμα
Συνών.
ζαϊφλάντισμα