κιοστρελεντίζω
(ρ.)
κ͑ιοστρελαΐζου
[kʰostrelaˈizu]
Μισθ.
κοστρελεdίζω
[kosterleˈdizo]
Αξ.
Από τον αόρ. του τουρκ. διαλεκτ. ρ. köstürelemek = ακονίζω, πλανίζω (THADS, λ. köstürelemek).