κιοστρά
(ουσ. ουδ.)
κιοστρά
[coˈstra]
Μισθ.
κ͑ιοστρέ
[kʰoˈstre]
Μισθ.
κιοστερέ
[costeˈre]
Σίλ.
κ͑οστρέ
[kʰoˈstre]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. küstüre, όπου και τύπ. küstere, köstere = πλάνη, ροκάνα, το οπ. σύμφωνα με τον Meyer (1893: 48) προέρχεται από το αρχ. ελλ. κέστρα (βλ. και Tietze 2016, λ. küstüre, όπου όμως και εναλλακτική ετυμολόγ. από το ρουμ. custura) ή από το αρχ. ελλ. ξύστρα.
Ακόνι, ειδική πέτρα για το ακόνισμα μαχαιριών
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Κρούου κιοστρά
(Χτυπώ το ακόνι˙ ακονίζω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πβ.
ακόνι