κιοτισύνη
(ουσ. θηλ.)
Ουδ. Πληθ.
κοτισύνια
[kotiˈsiɲa]
Από το επίθ. κιοτού, όπου και τύπ. κοτί, και το παραγωγ. επίθμ. -σύνη.
Κακία, κακή πράξη
:
Εγιώ σο γκόσμο ότι σάνεις εκείνο έρεται ομbρό σ', και τα καλοσύνια και τα κοτισύνια
(Ό,τι κάνεις στον κόσμο το βρίσκεις μπροστά σου, και τις καλές πράξεις και τις κακές)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
Συνών.
κιοτουλούκι