ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιοπούκι (ουσ. ουδ.) κ͑οπ͑ούκι [kʰoˈpʰuci] Φάρασ. κοπίκους [koˈpikus] Μαλακ. κ͑οπούρι [kʰoˈpuri] Σίλ. κιοπιούτσ' [coˈpʝuts] Μισθ. κιοπίτσ̑ι [coˈpitʃi] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. kο̈pük = α) αφρός σάλιου β) αφρός σαπουνάδας, όπου και διαλεκτ. τύπ. kopuk.
1. Aφρός ό.π.τ.
2. Αφρισμένο σάλιο Μισθ., Φάρασ. : 'τουν ντου πιάνιξιν σάρα βγάλλιξιν κιοπιούτσ̑α απ’ του στόμα (Όταν τον έπιανε η υστερία έβγαζε αφρούς από το στόμα) Μισθ. -Κοτσαν.
3. Σαπουνάδα Σίλ.
4. Άφθα στο στόμα Μισθ.