κιοπούκι
(ουσ. ουδ.)
κ͑οπ͑ούκι
[kʰoˈpʰuci]
Φάρασ.
κοπίκους
[koˈpikus]
Μαλακ.
κ͑οπούρι
[kʰoˈpuri]
Σίλ.
κιοπιούτσ'
[coˈpʝuts]
Μισθ.
κιοπίτσ̑ι
[coˈpitʃi]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kο̈pük = α) αφρός σάλιου β) αφρός σαπουνάδας, όπου και διαλεκτ. τύπ. kopuk.
1. Aφρός
ό.π.τ.
2. Αφρισμένο σάλιο
Μισθ., Φάρασ.
:
'τουν ντου πιάνιξιν σάρα βγάλλιξιν κιοπιούτσ̑α απ’ του στόμα
(Όταν τον έπιανε η υστερία έβγαζε αφρούς από το στόμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
3. Σαπουνάδα
Σίλ.
4. Άφθα στο στόμα
Μισθ.