κιμπί
(σύνδ.)
κιbί
[ciˈbi]
Φάρασ.
κιπί
[ciˈpi]
Φάρασ.
Από τον τουρκ. ομοιωματ. σύνδ. gibi = σαν (< παλ. τουρκ. kib = καλούπι, πρότυπο). Για την σύνταξή του βλ. Αναστασιάδης (1976: 134-135).
Ομοιωματικός σύνδεσμος που επιτάσσεται στον β΄ όρο σύγκρισης, ο οποίος τίθεται πριν από τον α΄ όρο, κατ' επίδρ. της τουρκ. σύνταξης
ό.π.τ.
:
Ένι ασλάν κιbί φσ̑άχι
(Είναι παλληκάρι σαν λιοντάρι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
'ίνουμαι σο τζ̑ουφάλι τουν πάνου ασλάν κιbί τζ̑ουφαλάς
(Γίνομαι αρχηγός πάνω στο κεφάλι τους σαν λιοντάρι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.