κιμάτι
(ουσ. ουδ.)
γ̇ιμάτιν
[ɣiˈmatin]
Φάρασ.
γ̇ι-αμάτιν
[ɣiaˈmatin]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kıymet (< αραβ. ḳīma(t)) = αξία, όπου και διαλεκτ. τύπ. kıymat. Πβ. ήδη νεότ. τύπ. κιιμέτι, κιγμέτι (Mackridge 2021: 33).
Αξία
:
|| Παροιμ.
Αν μη νάρτει το τ͑αζό νύφη, το παλό ζ νύφης το γ̇ι-αμάτιν τζ̑ό ’ρτσεται
(Αν δεν έρθει η καινούργια νύφη, η αξία της παλιάς νύφης δεν φαίνεται˙ Εκτιμούμε τις παλαιότερες συνθήκες όταν γνωρίσουμε τις καινούργιες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.