ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιμάτι (ουσ. ουδ.) γ̇ιμάτιν [ɣiˈmatin] Φάρασ. γ̇ι-αμάτιν [ɣiaˈmatin] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kıymet (< αραβ. ḳīma(t)) = αξία, όπου και διαλεκτ. τύπ. kıymat. Πβ. ήδη νεότ. τύπ. κιιμέτι, κιγμέτι (Mackridge 2021: 33).
Αξία : || Παροιμ. Αν μη νάρτει το τ͑αζό νύφη, το παλό ζ νύφης το γ̇ι-αμάτιν τζ̑ό ’ρτσεται (Αν δεν έρθει η καινούργια νύφη, η αξία της παλιάς νύφης δεν φαίνεται˙ Εκτιμούμε τις παλαιότερες συνθήκες όταν γνωρίσουμε τις καινούργιες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.