κιλίμι
(ουσ. ουδ.)
κ͑ιλίμι
[kʰiˈlimi]
Σατ., Φάρασ.
κιλίμ'
[ciˈlim]
Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τροχ., Φλογ.
τσ̑ιλίμ'
[tʃiˈlim]
Αξ., Τροχ.
Από το νεότ. ουσ. κιλίμι, αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. kilim (< περσ. gilīm = στρώμα, < αρχ. ουσ. κάλυμμα, βλ. Nişanyan 2002- 2020: λ. kilim).
1. Κιλίμι, υφαντό χαλί
ό.π.τ.
:
Σο σπίτ' απλώναν σ̑τηή κιλίμια, και κόσμος καθούντανε και τρώισ̑καν
(Στο σπίτι άπλωναν κιλίμια καταγής, και ο κόσμος καθόταν και έτρωγε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
'φάνιξαμ' ντα κιλίμια μι τ' χρώστα
(Υφαίναμε τα κιλίμια με τον αργαλειό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Χέκαμ' τσι δυό κιλίμια, κρέμασαμ' τσι δυό κιλίμια απ' τὄνα γιάν' 'ς τ' άλλο
(Βάλαμε και δύο κιλίμια, κρεμάσαμε και δύο κιλίμα από την μια πλευρά στην άλλη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σ̑άισ̑καμ’ τσ̑ιλίμια εμείς· σ̑άισ̑καμ’ οι ίδιοι τσ̑ιλίμια με το εργαλειό, με το ’ργαλείο
(Φτιάχναμε κιλίμια εμείς· φτιάχναμε κιλίμια οι ίδιοι με τον αργαλειό)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Πβ.
μαντήλι :3, Συνών.
παλάζι :2, Πβ.
χαλί