ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιλαλίζι (ουσ. αρσ.) κιλαλίζ' [cilalaˈliz] Φάρασ. κιλαλάdζι [cilaˈladzi] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. χαλιλέτζ ή χελιλέτζ = είδος παστέλι, πβ. Ἀσσίζες Β 490.14 «Περὶ τοῦ χαληλέτζ, ἤγουν τοῦ παστελλίου» (Dawkins 1921: 48-49), απώτερα μάλλον αραβ. προελεύσεως. Η λ. και στον Δουκ., λ. παστέλιν. Για την συνταγή παρασκευής βλ. Κελεκίδης (2005: 171).
Στρογγυλό κομμάτι ζύμης