ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιβραντίζω (ρ.) γ̇ιβραντίζω [ɣivranˈdizo] Φάρασ. γιβραντίζου [ʝivranˈdizu] Φάρασ. γουβουρνταΐζου [ɣuvurdaˈizu] Μισθ. Αρσ. κουβράνσα [kuˈvransa] Αραβαν. γουβουρντάτσ̑α [ɣuvurˈdatʃa] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. kıvranmak = α) σφαδάζω β) διαλεκτ., κουλουριάζομαι γ) τριγυρνώ. Ο τύπ. γουβουρνταΐζου αναλογ. προς το ρ. γιβιρντίζω, όπου και τύπ. γουβουρντώ και γι̂βι̂ρντίζου. Πβ. γιβιρντίζω
1. Kουλουριάζομαι Αραβαν. : Τ’ οφίρ' κουβράνσε (Το φίδι κουλουριάστηκε) Αραβαν. -Dawk.
2. Τριγυρίζω, γυροφέρνω, περιφέρομαι Μισθ., Φάρασ. Συνών. ανακλώθω, γκεζιντώ, κλώθω, ντελάζομαι :1