κιβραντίζω
(ρ.)
γ̇ιβραντίζω
[ɣivranˈdizo]
Φάρασ.
γιβραντίζου
[ʝivranˈdizu]
Φάρασ.
γουβουρνταΐζου
[ɣuvurdaˈizu]
Μισθ.
Αρσ.
κουβράνσα
[kuˈvransa]
Αραβαν.
γουβουρντάτσ̑α
[ɣuvurˈdatʃa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. kıvranmak = α) σφαδάζω β) διαλεκτ., κουλουριάζομαι γ) τριγυρνώ. Ο τύπ. γουβουρνταΐζου αναλογ. προς το ρ. γιβιρντίζω, όπου και τύπ. γουβουρντώ και γι̂βι̂ρντίζου.
Πβ.
γιβιρντίζω
1. Kουλουριάζομαι
Αραβαν.
:
Τ’ οφίρ' κουβράνσε
(Το φίδι κουλουριάστηκε)
Αραβαν.
-Dawk.