ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιασλαντίζω (ρ.) κιασλαντίζου [caslaˈdizu] Μισθ. Από το ουσ. κες, όπου και τύπ. κιας, και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω. Λιγότερη πιθ. η ετυμολόγηση από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. keşlemek = ισοπεδώνω (THADS, λ. keşlemek ΙΙ).
Αλωνίζω : Κιασλαντίζου μι ντου ντοκάν' (Αλωνίζω με την δοκάνα) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. αλωνίζω, αλώνω