κιασλαντίζω
(ρ.)
κιασλαντίζου
[caslaˈdizu]
Μισθ.
Από το ουσ. κες, όπου και τύπ. κιας, και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω. Λιγότερη πιθ. η ετυμολόγηση από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. keşlemek = ισοπεδώνω (THADS, λ. keşlemek ΙΙ).