καμούρντημα
(ουσ. ουδ.)
καμούρντημα
[kaˈmurdima]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. του ρ. κιαμουρτίζω, όπου και τύπ. καμουρντάω , και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Μασούλημα, τραγάνισμα.
Πβ.
κιαμουρτίζω