κιαγκραντίζω
(ρ.)
κιαγκραdίζου
[cagraˈdizu]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. karakmak = (για φωνή) βραχνιάζω (Redhouse) με μετάθ. (κιαρακτίζω > κιακρατίζω).
Βραχνιάζω
:
Κιαγκράd'ζα τσί ντε μπορώ να γκιαλαέψου
(Βράχνιασα και δεν μπορώ να μιλήσω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τροποποιήθηκε: 09/08/2025