ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιαγκραντίζω (ρ.) κιαγκραdίζου [cagraˈdizu] Μισθ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. karakmak = (για φωνή) βραχνιάζω (Redhouse) με μετάθ. (κιαρακτίζω > κιακρατίζω).
Βραχνιάζω : Κιαγκράd'ζα τσί ντε μπορώ να γκιαλαέψου (Βράχνιασα και δεν μπορώ να μιλήσω) Μισθ. -Κοτσαν.
Τροποποιήθηκε: 09/08/2025