κιαγκραντίζω
(ρ.)
κιαγκραdίζου
[cagraˈdizu]
Μισθ.
Πιθ. από το τουρκ. ρ. gaklamak (αόρ. gakladı) = κρώζω, όπου και τύπ. geklemek.
Βραχνιάζω
:
Κιαγκράd'ζα τσί ντε μπορώ να γκιαλαέψου
(Βράχνιασα και δεν μπορώ να μιλήσω)
Μισθ.
-Κοτσαν.