κεφιρί
(ουσ. ουδ.)
κεφιρί
[cefiˈri]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. kâfuri = α) σχετικός με την καμφορά β) ως ουσ., καμφορόδεντρο γ) το φυτό Artemisia arborea (Redhouse). Πβ. και τουρκ. ουσ. kâfuru = καμφορά.
Καμφορά.