ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεφινετίζω (ρ.) κεφινετίζω [cefineˈtizo] Μαλακ. κεφιdανίζω [cefidaˈnizo] Μισθ. κεφινεdού [cefineˈdu] Φλογ. Από τον αόρ. kefen etti του τουρκ. ρ. kefen etmek = σαβανώνω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Σαβανώνω ό.π.τ. : Nτο χάε αν έν' μαχάμ', ντο νουνά ντο κεφινεdά γκαι παάζ' ντο τα μορμόρια (Αν αυτός που πέθανε είναι μωρό, η νονά το σαβανώνει και το πηγαίνει στο νεκροταφείο) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. κεφινεύω, κεφινιάζω, σαβανιάζω