κεφινετίζω
(ρ.)
κεφινετίζω
[cefineˈtizo]
Μαλακ.
κεφιdανίζω
[cefidaˈnizo]
Μισθ.
κεφινεdού
[cefineˈdu]
Φλογ.
Από τον αόρ. kefen etti του τουρκ. ρ. kefen etmek = σαβανώνω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.