σαβανιάζω
(ρ.)
σαβανιάζω
[savaˈɲazo]
Τζαλ.
σαβανιάζου
[savaˈɲazu]
Δίλ.
σαbανιάζω
[sabaˈɲazo]
Ποτάμ.
Από το ουσ. σάβανο και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Σαβανώνω, τυλίγω με σάβανο
ό.π.τ.
:
Άντρας άντρα και ναίκα ναίκα σαβανιάζ’
(Τους άντρες τους σαβανώνουν άντρες και τις γυναίκες γυναίκες)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
κεφινετίζω, κεφινιάζω