ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαβανιάζω (ρ.) σαβανιάζω [savaˈɲazo] Τζαλ. σαβανιάζου [savaˈɲazu] Δίλ. σαbανιάζω [sabaˈɲazo] Ποτάμ. Από το ουσ. σάβανο και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Σαβανώνω, τυλίγω με σάβανο ό.π.τ. : Άντρας άντρα και ναίκα ναίκα σαβανιάζ’ (Τους άντρες τους σαβανώνουν άντρες και τις γυναίκες γυναίκες) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. κεφινετίζω, κεφινιάζω