ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαβατσάχ (ουσ. ουδ.) σαβατσάχ [savaˈtsax] Σινασσ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. savacak = αγωγός ύδρευσης κυρίως σε ανεμόμυλο (Tietze 2019, λ. savacak,THADS, λ. savacak), όπου και τύπ. savacah.
Σήραγγα Πβ. ορένι
Τροποποιήθηκε: 03/09/2025