σαβατσάχ
(ουσ. ουδ.)
σαβατσάχ
[savaˈtsax]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. savacak = αγωγός ύδρευσης κυρίως σε ανεμόμυλο (Tietze 2019, λ. savacak,THADS, λ. savacak), όπου και τύπ. savacah.
Σήραγγα
Πβ.
ορένι
Τροποποιήθηκε: 03/09/2025