ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σάβι (ουσ. ουδ.) σ̑άγι [ˈʃaʝi] Φάρασ. σ̑άβι [ˈʃavi] Φάρασ. Από το αρμεν. ουσ. շաղ = δροσιά. Κατά τον Καρολίδη (1885: 215) από το αρμεν. schwa (πβ. και σανσκρ. savam = νερό), άποψη με την οποία συμφωνεί και ο Dawkins.
Πρωινή δροσιά ό.π.τ.