σαβντίρντισμα
(ουσ. ουδ.)
σαβντι̂́ρντι̂σμα
[savʹdɯrdɯzma]
Αραβαν.
Από το ρ. σαβντιρντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Ξεπροβόδισμα.