σαββατιάτικο
(επίρρ.)
σαββατιάτικο
[savaˈtçatiko]
Μεσν. σαββατιάτικο(ν) = προσφορά για την τέλεση του σαββατιάτικης Θείας Λειτουργίας, με ουσιαστικοπ. του επιθ. *σαββατιάτικος, το οπ. από το ουσ. Σάββατο (θ. Σαββατ-) και το επίθμ. -ιάτικος%i.
Σαββατιάτικα
:
Σαββατιάτικο πού ντέλεσαι;
(Σαββατιάτικα πού γυρίζεις;)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.