ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαββατιάτικο (επίρρ.) σαββατιάτικο [savaˈtçatiko] Μεσν. σαββατιάτικο(ν) = προσφορά για την τέλεση του σαββατιάτικης Θείας Λειτουργίας, με ουσιαστικοπ. του επιθ. *σαββατιάτικος, το οπ. από το ουσ. Σάββατο (θ. Σαββατ-) και το επίθμ. -ιάτικος%i.
Σαββατιάτικα : Σαββατιάτικο πού ντέλεσαι; (Σαββατιάτικα πού γυρίζεις;) Σινασσ. -Τακαδόπ.