σααμπετλίκ
(ουσ. ουδ.)
σααbετλίκ
[saabetˈlik]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. sahabetlik = προστασία, φροντίδα, πβ. και τουρκ. sahabet = προστασία. Η φρ. από την τουρκ. φρ. sahabetlik etmek = φροντίζω, προστατεύω.
Προστασία
:
Σ̑άνω σααμπετλίκ
(Κάνω προστασία, προστατεύω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.