ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σααμπετλίκ (ουσ. ουδ.) σααbετλίκ [saabetˈlik] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. sahabetlik = προστασία, φροντίδα, πβ. και τουρκ. sahabet = προστασία. Η φρ. από την τουρκ. φρ. sahabetlik etmek = φροντίζω, προστατεύω.
Προστασία : Σ̑άνω σααμπετλίκ (Κάνω προστασία, προστατεύω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.