ρωτώ
(ρ.)
ρωτώ
[rοˈto]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
ρωτάγω
[ro'taɣo]
Φάρασ.
ρωτάω
[rοˈtao]
Φάρασ.
ρωτάου
[rοˈtau]
Σίλ., Φάρασ.
ρωτού
[ro'tu]
Ουλαγ.
Παρατατ.
ρώτεινα
[ˈrotina]
Ουλαγ.
ρώτσ̑εινα
[ˈrotʃina]
Αραβαν., Γούρδ.
ρωτάνκα
[ro'tanka]
Φάρασ.
Αόρ.
ρώτ'σα
[ˈrotsa]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σίλατ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φάρασ.
ρώσα
[ˈrosa]
Τελμ., Φλογ.
ρώτσ̑ησα
[ˈrotʃisa]
Σίλ.
ρώτηξα
[ˈrotiksa]
Φλογ.
Παθ.
ρωτιέμαι
[rotˈʝeme]
Φάρασ.
Μεσν. ρ. ρωτῶ, το οπ. από το αρχ. ρ. ἐρωτῶ με αποβολή του αρκτ. άτονου [e]. Ο τύπ. ρωτάγω με ανάπτ. μεσοφωνηεντ. [ɣ] για αποφυγή χασμωδίας.
Ρωτώ
ό.π.τ.
:
Τσο μου ρωτάει, ρεν ντα ξέρου
(Δεν ξέρω τι με ρωτά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ρώτα ντου να ρανίσουμε πούρτα να πάει
(Ρώτησε τον να δούμε που θα πάει)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κερβάνηζ ρώτσεν
(Ο αρχηγός του καραβανιού ρώτησε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σαβρινή αβόπουρμα ρωτούν ντους ότσ̑ι
(αύριο το πρωί τους ρωτούν)
Σίλ.
-Dawk.
Αρ μη τα ρωτσ̑ήγεις, τζάνουμ Μαρία!
(Βρε μην τα ρωτάς, ψυχή μου Μαρία!)
Σίλ.
-ΔΕΟ
Αφσ̑αρώτ' ρώτ'σιν τη ναίκα πού ένι Αχμέτ-Αγάς
(Ο Αφσαριώτης ρώτησε τη γυναίκα πού είναι ο Αχμέτ-Αγάς)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
|| Παροιμ.
Το έρεται ρωτά τ' μάνα μ', το βαβά μ' κανείζ ντεν ντο ρωτά
(όποιος έρχεται ρωτά για τη μάνα μου, για τον πατέρα μου κανείς δε ρωτά˙ ο καθένας κοιτά το συμφέρον του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το ντιάβολε ρώτ'σαν ντο: «πούγε ηυρίσκεσαι;», κι εκείνο: «στου τυφλού το μάτ' και στου τοπαλιού το πουγιάρ'», είπεν
(τον διάβολο τον ρώτησαν: «πού βρίσκεσαι;» κι εκείνος: « στου τυφλού το μάτι και στου κουτσού το ποδάρι», είπε˙ για τους τυφλούς και τους κουτσούς που είναι ιδιότροποι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το καμήλ' ρώτ'σαν ντο: «το γουργούρι ζ' γιατί 'ναι ζεβρό;», κι εκείνο: «πσ̑ό μ' γιάν 'ναι ορτό;», είπεν
(την καμήλα την ρώτησαν: «Ο λαιμός σου γιατί είναι στραβός;» κι εκείνη: «ποιό μέρος μου είναι ίσιο;», είπε˙ για όσους είναι γεμάτοι ελαττώματα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τ' χελώνα ρώτ'σαν ντο: «Πούγε παίνεις;» - «Σ τον Αινdάφο.» - «Ασ' το σάλεμα ζ' 'ναι bελ-λού»
(τη χελώνα την ρώτησαν: «Πού πηγαίνεις» - «Στον Άγιο Τάφο.» - «Από το βάδισμά σου είναι φανερό»˙ για όσους καταπιάνονται με δουλειές που είναι πάνω από τις δυνάμεις τους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ρώτα ρώτα βρίσκεις το Παγδάτ
(Ρώτα ρώτα βρίσκεις τη Βαγδάτη˙ Ρωτώντας πάν' στην Πόλη)
Σινασσ.
-Αρχέλ.