ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρωτώ (ρ.) ρωτώ [rοˈto] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. ρωτάγω [ro'taɣo] Φάρασ. ρωτάω [rοˈtao] Φάρασ. ρωτάου [rοˈtau] Σίλ., Φάρασ. ρωτού [ro'tu] Ουλαγ. Παρατατ. ρώτεινα [ˈrotina] Ουλαγ. ρώτσ̑εινα [ˈrotʃina] Αραβαν., Γούρδ. ρωτάνκα [ro'tanka] Φάρασ. Αόρ. ρώτ'σα [ˈrotsa] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σίλατ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φάρασ. ρώσα [ˈrosa] Τελμ., Φλογ. ρώτσ̑ησα [ˈrotʃisa] Σίλ. ρώτηξα [ˈrotiksa] Φλογ. Παθ. ρωτιέμαι [rotˈʝeme] Φάρασ. Μεσν. ρ. ρωτῶ, το οπ. από το αρχ. ρ. ἐρωτῶ με αποβολή του αρκτ. άτονου [e]. Ο τύπ. ρωτάγω με ανάπτ. μεσοφωνηεντ. [ɣ] για αποφυγή χασμωδίας.
Ρωτώ ό.π.τ. : Τσο μου ρωτάει, ρεν ντα ξέρου (Δεν ξέρω τι με ρωτά) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ρώτα ντου να ρανίσουμε πούρτα να πάει (Ρώτησε τον να δούμε που θα πάει) Μισθ. -Κοτσαν. Κερβάνηζ ρώτσεν (Ο αρχηγός του καραβανιού ρώτησε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σαβρινή αβόπουρμα ρωτούν ντους ότσ̑ι (αύριο το πρωί τους ρωτούν) Σίλ. -Dawk. Αρ μη τα ρωτσ̑ήγεις, τζάνουμ Μαρία! (Βρε μην τα ρωτάς, ψυχή μου Μαρία!) Σίλ. -ΔΕΟ Αφσ̑αρώτ' ρώτ'σιν τη ναίκα πού ένι Αχμέτ-Αγάς (Ο Αφσαριώτης ρώτησε τη γυναίκα πού είναι ο Αχμέτ-Αγάς) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. || Παροιμ. Το έρεται ρωτά τ' μάνα μ', το βαβά μ' κανείζ ντεν ντο ρωτά (όποιος έρχεται ρωτά για τη μάνα μου, για τον πατέρα μου κανείς δε ρωτά˙ ο καθένας κοιτά το συμφέρον του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το ντιάβολε ρώτ'σαν ντο: «πούγε ηυρίσκεσαι;», κι εκείνο: «στου τυφλού το μάτ' και στου τοπαλιού το πουγιάρ'», είπεν (τον διάβολο τον ρώτησαν: «πού βρίσκεσαι;» κι εκείνος: « στου τυφλού το μάτι και στου κουτσού το ποδάρι», είπε˙ για τους τυφλούς και τους κουτσούς που είναι ιδιότροποι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το καμήλ' ρώτ'σαν ντο: «το γουργούρι ζ' γιατί 'ναι ζεβρό;», κι εκείνο: «πσ̑ό μ' γιάν 'ναι ορτό;», είπεν (την καμήλα την ρώτησαν: «Ο λαιμός σου γιατί είναι στραβός;» κι εκείνη: «ποιό μέρος μου είναι ίσιο;», είπε˙ για όσους είναι γεμάτοι ελαττώματα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τ' χελώνα ρώτ'σαν ντο: «Πούγε παίνεις;» - «Σ τον Αινdάφο.» - «Ασ' το σάλεμα ζ' 'ναι bελ-λού» (τη χελώνα την ρώτησαν: «Πού πηγαίνεις» - «Στον Άγιο Τάφο.» - «Από το βάδισμά σου είναι φανερό»˙ για όσους καταπιάνονται με δουλειές που είναι πάνω από τις δυνάμεις τους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ρώτα ρώτα βρίσκεις το Παγδάτ (Ρώτα ρώτα βρίσκεις τη Βαγδάτη˙ Ρωτώντας πάν' στην Πόλη) Σινασσ. -Αρχέλ.