Ρωμιός
(ουσ. αρσ.)
Ρωμιός
[roˈmɲos]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Φκόσ., Φλογ.
Ρωμός
[roˈmos]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. Ῥωμιός, το οπ. από το μεταγν. Ῥωμαῖος = πολίτης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με συνίζ. για αποφυγή χασμωδίας. Ο τύπ. Ρωμός με απλοποίηση σύμπλ.
Έλληνας
ό.π.τ.
:
Ρωμός Χριστενός
(Έλληνας Χριστιανός)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Πολύ χαμνό 'ναι ατό Ρωμιός
(πολύ έξυπνος είναι αυτός ο Έλληνας)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σο Αραβανί Τούρκοι ντέν 'νdαι, ούλλα Ρωμιοί 'νdαι
(Στο Αραβανί δεν υπάρχουν Τούρκοι, όλοι είναι Έλληνες)
Αραβαν.
-Dawk.JHS
|| Παροιμ.
Η κάτα ένι Τούρκος, το στσ̑υλί ένι Ρωμός
(η γάτα είναι Τούρκος, το σκυλί είναι Έλληνας˙ ο Τούρκος είναι άπιστος, ο Έλληνας είναι πιστός)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Του Τούρκου τ' όργο ήτουν, σαμού τζ̑ο βριστσ̑ίνκεν ντίπως 'ς α Ρωμός, λένκεν 'dι: έβρισεν ντο Μουχαμέτη
(Του Τούρκου η δουλειά ήταν, άμα δεν έβρισκε τίποτα σε έναν Έλληνα, έλεγε: έβρισε τον Μωάμεθ˙ όποιος μας μισεί, μπορεί να πει ό,τι θέλει για να μας βλάψει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Tου Ρωμού ο νους έρτσ̑εται 'στέρου
(Του Ρωμιού ο νους έρχεται εκ των υστέρων˙ Οι Έλληνες παίρνουν βιαστικά αποφάσεις και αργότερα συνειδητοποιούν το σφάλμα τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Ξέχαν τ' όιμα μας οι Τούρτσ̑οι αντί ασ̑ότη, μυού ασ̑ότη
να μή μας 'φήκουν Ρωμοί Χριστενοί τις Βαρασ̑ώτοι (Έχυσαν το αίμα μας οι Τούρκοι σαν αυλάκι, μύλου αυλάκι
να μη μας αφήσουν Ρωμιούς Χριστιανούς τους Φαρασιώτες) Φάρασ. -Λαμπρ.
να μή μας 'φήκουν Ρωμοί Χριστενοί τις Βαρασ̑ώτοι (Έχυσαν το αίμα μας οι Τούρκοι σαν αυλάκι, μύλου αυλάκι
να μη μας αφήσουν Ρωμιούς Χριστιανούς τους Φαρασιώτες) Φάρασ. -Λαμπρ.