ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρωμαίικος (επίθ.) ρωμαίικος [roˈmeikos] Τροχ. ρωμάκος [roˈmakos] Φάρασ. Ουδ. Πληθ. ρωμάικα [roˈmaika] Αξ., Σεμέντρ., Σινασσ., Φερτάκ. ρωμάκα [roˈmaka] Σατ., Φάρασ. Από το μεταγν. επίθ. ῥωμαϊκός, μεσν. ῥωμαίικος και ῥωμάικος.
1. Ελληνικός, ρωμέικος ό.π.τ. : Η Άσω ένι Ρωμάκο χωρίος (Η Σινασσός είναι ελληνικό χωριό) -Φαρασόπ.
2. Το ουδ. ως ουσ., δημώδη ελληνικά ό.π.τ. : Χέκαν ιμζά να ζορμονέσ'νε τα ρωμαίικα και να λαλήσ'νε τούρκα (Έβαλαν την υπογραφή τους (στην απόφαση) να ξεχάσουν τα ελληνικά και να μιλήσουνε τούρκικα) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 Ρωμάικα μι ντώκεν λόγος; (Ελληνικά μίλησε;) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τα ρωμάκα ογλούμ, ένι του Χριστού η γώσσα (Τα ελληνικά γιόκα μου είναι του Χριστού η γλώσσα) Σατ. -Παπαδ. Ψαλλαίγκαν τσ̑αι δεβάσκαν το Ευαγγέλιο σα ρωμάκα τσ̑αι σα τούρτσ̑ικα (Έψαλλαν και διάβαζαν το Ευαγγέλιο στα ελληνικά και στα Τούρκικα) Φάρασ. -Παπαδ. Εγώ Τούρκος δεν είμαι, μη με τρανάτε με το σαρίχ, αφού λαλώ Ρωμάικα και εγώ και η ναίκα μ' (Εγώ Τούρκος δεν είμαι, μη με βλέπετε με το σαρίκι, αφού μιλάω ρωμέικα κι εγώ και η γυναίκα μου) Σινασσ. -Τακαδόπ.