ρύξιμα
(ουσ. ουδ.)
ρύξιμα
[ˈriksima]
Φάρασ.
Από το ρ. ορύσσω, όπου και τυπ. ρύσσω, αόρ. έρυξα, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
1. Σκάψιμο
Συνών.
γάζημα, γρύξιμο, λάχτισμα :2
2. Σκάλισμα, τσάπισμα
Συνών.
κρούσιμο