γρύξιμο
(ουσ. ουδ.)
γρύξ̑ιμου
[ˈɣrikʃimu]
Μισθ.
γρύξ̑ιμα
[ˈɣrikʃima]
Μισθ.
Από το αορ. θ. του ρ. γρύχω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σίμα.
Άνοιγμα λάκκου