γροικώ
(ρ.)
γροικώ
[ɣriˈko]
Γούρδ., κ.α., Μαλακ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
qροικώ
[qriˈko]
Φλογ.
γροικάγω
[ɣriˈkaɣo]
Φάρασ.
γροικάου
[ɣriˈkau]
Φάρασ.
γροιτσ̑ίζω
[ɣriˈtʃizo]
Φάρασ.
Παρατατ.
γροίκανα
[ˈɣrikana]
Αξ.
γροικάνκα
[ˈɣrikanka]
Σατ.
Αόρ.
εγροίκ'σα
[eˈɣriksa]
Αξ.
γροίκ'σα
[ˈɣriksa]
Αξ., Γούρδ., κ.α., Μαλακ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
γροίσκα
[ˈɣriska]
Σίλ.
ροίκ'σα
[ˈriksa]
Σίλ.
qροίτσα
[ˈqritsa]
Φλογ.
Aπό το μεσν. ρ. ἀγροικῶ, το οπ. πιθ. ἀπό το επίθ. ἄγροικος-ἀγροῖκος (Χατζιδάκις ΓΕ Α', 336-339, βλ. και Καραποτόσογλου 1988, λ. ἀγροικῶ). Ο τύπ. γροικώ ήδη μεσν., πβ. Χρον. Μορ. Ρ 5350 «τον τόπον οὐ γροικᾶτε».
1. Εννοώ, καταλαβαίνω
ό.π.τ.
:
Ένα σ̑έι ντεν εγροίκ'σα
(Τίποτα δεν κατάλαβα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Με νε τα ρωμάκα γροικάνgαν, νε τα τούρτζικα
(Μα ούτε τα ελληνικά καταλάβαιναν, ούτε τα τούρκικα)
Σατ.
-Παπαδ.
Γροικά, ένι ρουσ̑ού νομάτ'
(Καταλαβαίνει, είναι άνθρωπος του βουνού)
Φάρασ.
-Dawk.
Να ειπώ το ορτόν, του τζ̑ο γροικάου ατα̈́ τα σ̑έγια
(Να πω την αλήθεια, δεν καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα)
Φάρασ.
-Bağr.
Τσ̑ον καν ψάλλου γροικώ τα
(Ό,τι κι αν διαβάσω το καταλαβαίνω)
Σίλ.
-ΔΕΟ
|| Φρ.
Του γροικά ο νομάτ’ ’ς έρτει πάρ’ ’dώ
(Ο άνθρωπος που καταλαβαίνει, ας έρθει από δω˙ για όσους έδιναν από μακριά ανεύθυνες συμβουλές)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ανλαντίζω
β.
Αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση
κ.α., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Γροίκ'σαν τα ο τατά τ'ς τσ̑αι η μα τ'ς
(Το κατάλαβαν ο μπαμπάς της και η μαμά της
)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Το κουλάdζ̑ι γροίκ'σεν τ' αβτζ̑ή το φόβο
(Το φιδάκι αντελήφθη τον φόβο του κυνηγού
)
-Θεοδ.Παραδ.
γ.
Αναγνωρίζω
Σίλ.
:
Ε να του ριείς, γροικάς του;
(Αν τον δεις, θα τον αναγνωρίσεις;
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κι τότι βαβάς του γροίκ'σι ότσ̑ι γιαυτού τ' παιρί του
(Και τότε ο μπαμπάς του κατάλαβε ότι ήταν το παιδί του, του ίδιου
)
Σίλ.
-Dawk.
Μένα γροίκ'σι μου… «Aμμά τιγιά τουν τζ̑ουβάνου ρέν του γροίκ'σα», είπι
(Εμένα με αναγνώρισε… «Aλλά αυτό το νεαρό δεν τον αναγνώρισα», είπε
)
Σίλ.
-Καρίπ.