ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γρεύω (ρ.) γρεύω [ˈɣrevo] Αφσάρ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ. γρέφτου [ˈɣreftu] Τσουχούρ. Παρατατ. γρεφτίνκα [ɣreˈftinka] Φάρασ. Αόρ. ήγρεψα [ˈiɣrepsa] Φάρασ., Φκόσ. ήγριψα [ˈiɣripsa] Τσουχούρ. Προστ. γρέπ' [ɣrep] Φάρασ. γρέφ' [ɣref] Φάρασ. Κατά τον Χατζιδάκι (Hatzidakis 1892: 417) από το ρ. γυρεύω, αλλά πιθανότερη η υπονοούμενη άποψη του Dawkins (1916: 178, 594) ότι πρόκειται για διαφορετικό ρ., πιθ. σχετιζόμενο με το αρχ. ρ. ἀγρεύω, καθώς υφίσταται πλήρης μορφική και σημασιολ. διάκριση μεταξύ γυρεύω και γρεύω σε όλα τα ιδ. των Φαράσων (γυρεύω = θέλω, γρεύω = κοιτάζω). Κατά τον Ανδριώτη (1948: 63) αναλογ. από το ρ. βλέπω, αορ. έβλεψα > έγρεψα (βλ. και ΙΛΝΕ, λ. βλέπω).
1. Βλέπω, κοιτάζω ό.π.τ. : Ερ να ’υρεύιτι, γρέψιτι τα χαρτία μου (Αν θέλετε, κοιτάξτε τα χαρτιά μου) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ388 Άμε, πήγε! Πανουφόρου μη γρέφ' (Πήγαινε, ξεκίνα! Και να μην κοιτάς προς τα πάνω) Φάρασ. -Dawk. Ήγρεψεν τ' άστρα τσ̑αι θωρεί 'τι ξημερωμάτου ταρός τζ̑ό 'νι (Κοίταξε τα άστρα και είδε ότι δεν είναι ακόμα η ώρα του ξημερώματος) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ένι καό παλληκάρι, ήγρεψά τα, πήρα τα· αμά, ω νταdά, σο κουσούρι μη γρεύ' (Είναι καλό παλληκάρι, το είδα, το πήρα· μαμά, μπαμπά, μην κοιτάτε το ελάττωμα) Φάρασ. -Dawk. Πήγε σ' α μέγα λίμλη, ήγρεψε, τζ̑ο μπόρκι νά 'βρει στράτα (Έφτασε σε μιά μεγάλη λίμνη, κοίταξε, δεν μπόρεσε να βρει δρόμο να περάσει) Φάρασ. -Grég. Η γρε σήκουσ'νι το γαφά του, ήγριψιν 'ζ ναίκας τη χαραή (Η γριά σήκωσε το κεφάλι της, κοίταξε την γυναίκα στο πρόσωπο) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Γρέφτου τσ̑αι πω να ιδούνι! (Κοιτάζουν και τι να δουν!) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Γρεψέτι ατό τη ναίκα, σως το βραδύ κάθιτι, τίπους τζ̑ο φτένει (Κοιτάξτε αυτή την γυναίκα, ως το βράδυ κάθεται, τίποτα δεν κάνει) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Σαμ' ήγρεψε πανουφόρου το φσ̑όκκο, θωρεί τι κι έν' α μήο, ένι πάνου τσ̑οκμές μήα (Όταν κοίταξε προς τα πάνω το παιδί, είδε ότι είναι ένα μήλο, είναι επάνω ένας σωρός μήλα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Μη γρεύετε του είστε σεις αδέ σερπ͑έσε (Μην κοιτάτε που εσείς είστε ελεύθεροι) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Φρ. Γρεύω τα στραβά (Τον κοιτάζω στραβά˙ τον στραβοκοιτάζω, με κακή πρόθεση) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. 'σου να γρέπ' (Ώσπου να δεις˙ πολύ γρήγορα, εν ριπή οφθαλμού) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. βλέπω :1, θωρώ, ντρανώ
2. Παρακολουθώ, παραμονεύω Φάρασ. : 'φότες γρεφτίνκεν σο πεγάϊδι να γονdιέσουν περντίτζ̑α̈ τζ̑αι να τα σ̑ύρει, ήκ'σ' α σάσι (Καθώς παραμόνευε στην πηγή να κάτσουν περδίκια και να τους ρίξει, άκουσε μιά φωνή) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. αβλαντίζω :2, κρύβω
β. Φυλάω ό.π.τ. : Άμι, γρέπ' τα βόιδα μας (Πήγαινε, φύλαγε τα βόδια μας ) Αφσάρ. -Dawk.
3. Κοιτάζω, φροντίζω κάποιον Φάρασ. : Να σε παγάσω σο σπίτι μου να σε γρέψω σώστου ν' αρωθείς; (Να σε πάω στο σπίτι μου να σε κοιτάξω μέχρι να γιατρευτείς;) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. θωρώ, παραθωρώ