γριαδόκκο
(ουσ. ουδ.)
γρα̈δόκκο
[ɣræˈðokko]
Φάρασ.
Από το ουσ. γριά (πληθ. γριάδες) και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Γριούλα
Συνών.
εμπεδόκκο