ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γραίνω (ρ.) γραίνω [ˈɣreno] Ανακ., Σινασσ., Φάρασ. γραίνου [ˈɣrenu] Μισθ. γράνω [ˈɣrano] Σινασσ., Φάρασ. κράνω [ˈkrano] Φλογ. γρανίζω [ɣraˈnizo] Φλογ. γρανίσκω [ɣraˈnisko] Σινασσ. γρανίσκου [ɣraˈnisku] Μισθ. γρανίξου [ɣraˈniksu] Μισθ. Αόρ. έγρασα [ˈeɣrasa] Μισθ. έγρανα [ˈeɣrana] Σινασσ. έκρανα [ˈekrana] Φλογ. Από το αρχ. ρ. γραίνω = τρώω, ροκανίζω. Μη πιθανή η ετυμολόγηση του Ανδριώτη (1948: 63) από το αρχ. ρ. ὑγραίνω.
Ξαίνω μαλλί ό.π.τ. : Έγραναν το μαλλί τα ναίκες (Έξαναν το μαλλί οι γυναίκες) Σινασσ. -Τακαδόπ. Γρανίζουμ' το μαλλί με το χέρ' (Ξαίνουμε το μαλλί με το χέρι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. λαναρίζω, ξαίνω :1, ραντίζω :4