γουρούνι
(ουσ. ουδ.)
γουρούν'
[ɣuˈrun]
Αξ., Μισθ.
γκουρούν'
[guˈrun]
Φλογ.
κουρούν'
[kuˈrun]
Φλογ.
qουρούν'
[quˈrun]
Μαλακ.
Μεσν. ουσ. γουρούνι, το οπ. από το αρχ. ουσ. γρῶνα.
Γουρούνι, χοίρος
ό.π.τ.
:
Ερόδουν δα Χριστούγεννα, τουν σ̑άιξαμ' δα γουρούνια
(Έρχονταν τα Χριστούγεννα, όταν σφάζαμε τα γουρούνια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ιτό του γουρούν' ντε τρωϊζιέδι
(Αυτό το γουρούνι δεν τρώγεται)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Γουρουνιού 'ου βούτ'ρους
(Το βούτυρο του γουρουνιού˙ Χοιρινό λίπος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
χιντσίρης :1, χοιρίδι :1