γουργουρητός
(ουσ. αρσ.)
γουργουλητός
[ɣurɣuliˈtos]
Σινασσ.
Από το ρ. γουργουρίζω (πβ. ροχαλίζω - ροχαλητό), με ανομ. υγρών.
Γουργουρητό, ήχος των εντέρων