γούρνα
(ουσ. θηλ.)
γούρνα
[ˈɣurna]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Κίσκ., Μισθ., Σινασσ., Τσελτ., Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. γούρνα (< μεταγν. ουσ. γρώνη = τρύπα, βαθούλωμα, με μετάθ. του [r]).
3. Λάκκος
Τσελτ.
:
Όπου πέσει γιλντι̂ρι̂́μ' κάνει μεγάλο γούρνα
(Όπου πέσει κεραυνός κάνει μεγάλο λάκκο)
Τσελτ.
-ΚΜΣ-ΚΠ34
Συνών.
κουγιού