ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γούρνα (ουσ. θηλ.) γούρνα [ˈɣurna] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Κίσκ., Μισθ., Σινασσ., Τσελτ., Φλογ. Από το μεσν. ουσ. γούρνα (< μεταγν. ουσ. γρώνη = τρύπα, βαθούλωμα, με μετάθ. του [r]).
1. Γούρνα, πέτρινη λεκάνη για την υποδοχή ύδατος ή τροφής ό.π.τ. Συνών. οστράκι :1
2. Δεξαμενή, στέρνα Αξ., Αραβαν., Γούρδ. Συνών. μουσλούκι :4, χαβούζι :3
3. Λάκκος Τσελτ. : Όπου πέσει γιλντι̂ρι̂́μ' κάνει μεγάλο γούρνα (Όπου πέσει κεραυνός κάνει μεγάλο λάκκο) Τσελτ. -ΚΜΣ-ΚΠ34 Συνών. κουγιού