γουσλούχος
(ουσ. αρσ.)
γουσ̑λούχος
[ɣuʃˈluxos]
Αξ., Μισθ.
γουσ̑λούχ̇ι
[ɣuʃˈluxi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kuşluk = α) μεσημέρι β) διαλεκτ. πρωί, όπου και διαλεκτ. τύπ. guşluh. Πβ. και νεότ. ουσ. κουσλούχι (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 16.3.20 «Τῇ δὲ κηʹ τὸ κουσλούκι ἄρχισαν τὰ ὀθωμανικὰ στρατεύματα νὰ ρίπτουν τόπια εἰς τὸ τάπουρον τῶν Μόσχων»).
Το πρωί κατά τις δέκα
ό.π.τ.