ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γουσλούχος (ουσ. αρσ.) γουσ̑λούχος [ɣuˈʃluxos] Αξ., Μισθ. γουσ̑λούχ̇ι [ɣuˈʃluxi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kuşluk = α) μεσημέρι β) διαλεκτ. πρωί, όπου και διαλεκτ. τύπ. guşluh. Πβ. και νεότ. ουσ. κουσλούχι (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 16.3.20 «Τῇ δὲ κηʹ τὸ κουσλούκι ἄρχισαν τὰ ὀθωμανικὰ στρατεύματα νὰ ρίπτουν τόπια εἰς τὸ τάπουρον τῶν Μόσχων»).
Το πρωί κατά τις δέκα ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 11/08/2025