γραφτό
(ουσ. ουδ.)
γραφτό
[ɣraˈfto]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
Από το αρχ. επίθ. γραπτός, με ουσιαστικοπ. του ουδ. Ο τύπ. γραφτός μεσν. Η ουσιαστικοπ. νεότ. (Λεξ. Κριαρ.)
Το ουδ. ως ουσ., η μοίρα, αυτό που είναι θεόθεν προκαθορισμένο να συμβεί
ό.π.τ.
:
Του γραφτόν ντου τούτσα γράφτητσ̑ι
(Η μοίρα του έτσι ήταν γραμμένη)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τσειόδουν ντου γραφτό τ'
(Ήταν η μοίρα του)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τό γραφτό μαζ 'ναι, να το ταυρήσουμ'
(Η μοίρα μας είναι, θα το τραβήξουμε (θα το υποστούμε))
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τζας ήτουν γραφτό να 'ινεί
(Έτσι ήταν γραφτό να γίνει)
Φάρασ.
-Lag.
Συνών.
κισμέτι :1, μοίρα :3