ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γραφτό (ουσ. ουδ.) γραφτό [ɣraˈfto] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ. Από το αρχ. επίθ. γραπτός, με ουσιαστικοπ. του ουδ. Ο τύπ. γραφτός μεσν. Η ουσιαστικοπ. νεότ. (Λεξ. Κριαρ.)
Το ουδ. ως ουσ., η μοίρα, αυτό που είναι θεόθεν προκαθορισμένο να συμβεί ό.π.τ. : Του γραφτόν ντου τούτσα γράφτητσ̑ι (Η μοίρα του έτσι ήταν γραμμένη) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τσειόδουν ντου γραφτό τ' (Ήταν η μοίρα του) Μισθ. -Κοτσαν. Τό γραφτό μαζ 'ναι, να το ταυρήσουμ' (Η μοίρα μας είναι, θα το τραβήξουμε (θα το υποστούμε)) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τζας ήτουν γραφτό να 'ινεί (Έτσι ήταν γραφτό να γίνει) Φάρασ. -Lag. Συνών. κισμέτι :1, μοίρα :3