μοίρα
(ουσ. θηλ.)
μοίρα
[ˈmira]
Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
Aρχ. ουσ. μοῖρα.
1. Μερτικό, μερίδιο
Μισθ., Φάρασ.
:
Σάνισ̑κάμ' τα οχτώ μοίρις
(Τα κάναμε οχτώ μερίδια)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Μοίρασαμ’ dου κόμμα, πήρα μοίρα μ’
(Μοιράσαμε το χωράφι, πήρα το μερίδιό μου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
ζδε τη μοίρα μου
(Από το μερτικό μου˙ από μέρους μου, όσον με αφορά)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Ρίφτω μοίρα
(Ρίχνω μοίρα˙ μοιράζω κινητή περιουσία)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ξειλά ση μοίρα μου
(Πέφτει στο μερτικό μου˙ μου τυχαίνει κάτι)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Παροιμ.
Ζέντζ̑ες 'ενόσουνε σ̑τζ̑υλί, ’ξείλ'σε σε α μοίρα
(Από όταν έγινες σκυλί, σου έλαχε (μόνο) ένα μερτικό˙ για να πετύχεις, δεν φτάνει μόνο να έχεις τα προσόντα, πρέπει να είναι ευνοϊκές και οι συνθήκες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
β.
Ειδικότ., μερίδα κρέατος
Φάρασ.
γ.
Μερίδα φαγητού που μοιράζεται σε μνημόσυνο
Φλογ.
:
Τα πονημένα φέρουν νεκκλησά ομbρό μοίρες, να μοιράσ’νε σο κόσμο να συγχωρέσ’νε τα χαμένα
(Οι πενθούντες φέρνουν εμπρός στην εκκλησία φαγητό, να μοιράσουνε στον κόσμο να συγχωρέσει τα πεθαμένα τους
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Σο νεκκλησ̑ά ομπρό, σο νάρτηκα αφ' κάτω θωρούμε λίγου ναίκες, μοιράζ̑'νε μοίρες, τεγανισμένα ψάρα, βρασμένα ορνίθια σα λεγκέρε, από ένα κομμάτ' ψωμί, από λίγο τσίππα με το μέλ', δίνουν σο καθένα από λίγο να σ̑υχωρέσ̑'νε
(Στην εκκλησία εμπρός, στον νάρθηκα από κάτω, βλέπουμε λίγες γυναίκες, μοιράζουνε μοίρες, τηγανισμένα ψάρια, βρασμένες όρνιθες στα πιάτα, από ένα κομμάτι ψωμί, από λίγο καϊμάκι με μέλι, δίνουν στον καθένα από λίγο να συγχωρέσουν, ενν. τους πεθαμένους τους
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
2. Ομάδα
Φάρασ.
:
'α στρινgήσουμε 'δέ τσ̑ιπ του Βαρασ̑ού τα φσ̑άχε, 'ς χωριστούνε 'ς ε μοίρα τσ̑αι 'στέρου 'ς χωρίσουν αdζ̑είνοι την τσ̑ουφαλέν τουν
(Ας φωνάξουμε εδώ όλα τα παιδιά των Φαράσων, ας μπουν σε μιά ομάδα και τότε ας ορίσουν εκείνοι τον επικεφαλής τους)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
3. Τύχη, ειμαρμένη
Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Τα γράφτανε 'ς τη μοίρα του δε γηλούνται
(Αυτά που γράφονται στην μοίρα του δεν σβήνονται˙ ό,τι γράφει δεν ξεγράφει)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Τα έχ' γραμμένα η μοίρα όλα γίνονται
(Αυτά που έχει γραμμένα η μοίρα όλα γίνονται˙ Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
κισμέτι