ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μνημοράτος (ουσ. αρσ.) μνημοράτος [mnimoˈratos] Φάρασ. μνημοράτ' [mnimoˈrat] Φάρασ. Από το ουσ. μνημόρι και το παραγωγ. επίθμ. -άτος > -άτης.
1. Ο νεκρός ό.π.τ. : Φτένκουν ντα συλλείτουργος για τις μνημοράτοι (Έκαναν συλλείτουργο για τους πεθαμένους) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. || Φρ. Σηκώτε άβ' να υπάμε να ζαναχ̇έψωμε τις μνημοράτοι (Σηκωθείτε τώρα να πάμε να κοροϊδέψουμε τους νεκρούς˙ το έλεγαν αστειεύομενοι όταν πήγαιναν για ύπνο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. μνημόρι :1, τζαναζάς :2, χάνω :1
2. Οι νεκροί που σύμφωνα με τις δοξασίες κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους ζωντανούς κατά την διάρκεια του Δωδεκαήμερου Φάρασ. Συνών. δωδεκάρι :2