ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μοθοπωρινός (επίθ.) μαθοπρινός [maθopriˈnos] Φάρασ. μοχοπωρ'νό [moxoporˈno] Μισθ. μουχουπωρ’νό [muxuporˈno] Μισθ. μοχιοπωρ'νού [moçoporˈnu] Αξ. Θηλ. μοχιοπωρ'νή [moçoporˈni] Αξ. Από το αρχ. επίθ. μετοπωρινός, όπου και μεταγν. τύπ. μεθοπωρινός.
Φθινοπωρινός και ειδικότ. αυτός που σπέρνεται το φθινόπωρο ό.π.τ. : Ανοιξιμιά σπέριξαμ', μοχόπωρο μουχουπωρ'νά (Σπέρναμε ανοιξιάτικα, το φθινόπωρο σπέρναμε φθινοπωρινά) Μισθ. -ΙΛΝΕ 755 Ενεχόταν καλά τα μουχουπουρ’νά (Γίνονταν καλά τα σπαρμένα το φθινόπωρο) Μισθ. -Κωστ.Μ.