μοθοπωρινός
(επίθ.)
μαθοπρινός
[maθopriˈnos]
Φάρασ.
μοχοπωρ'νό
[moxoporˈno]
Μισθ.
μουχουπωρ’νό
[muxuporˈno]
Μισθ.
μοχιοπωρ'νού
[moçoporˈnu]
Αξ.
Θηλ.
μοχιοπωρ'νή
[moçoporˈni]
Αξ.
Από το αρχ. επίθ. μετοπωρινός, όπου και μεταγν. τύπ. μεθοπωρινός.
Φθινοπωρινός και ειδικότ. αυτός που σπέρνεται το φθινόπωρο
ό.π.τ.
:
Ανοιξιμιά σπέριξαμ', μοχόπωρο μουχουπωρ'νά
(Σπέρναμε ανοιξιάτικα, το φθινόπωρο σπέρναμε φθινοπωρινά)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 755
Ενεχόταν καλά τα μουχουπουρ’νά
(Γίνονταν καλά τα σπαρμένα το φθινόπωρο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.